- οστεομυελίτιδα
- (Ιατρ.). Φλεγμονώδης εξεργασία, η οποία προσβάλλει όλους τους ιστούς που συγκροτούν το οστό, δηλαδή το κυρίως οστό και τον μυελό. Κύριο αίτιο είναι ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος, αλλά ο. μπορεί να προκληθεί και από άλλα μικρόβια, όπως ο στρεπτόκοκκος, οι σαλμονέλλες και ο πνευμονιόκοκκος. Η πορεία της νόσου, μπορεί να λάβα τον τύπο της οξείας, υποξείας ή χρόνιας φλεγμονής: η πρώτη οφείλεται συνήθως σε γενικότερη λοίμωξη του οργανισμού, μπορεί όμως να οφείλεται και σε μικρόβια που προέρχονται από μολυσμένες πληγές και κατάγματα της περιοχής. Η μόλυνση αρχίζει συνήθως από το μυελό και από εκεί εξαπλώνεται στον οστίτη ιστό, φτάνοντας έως το περιόστεο και τους γειτονικούς ιστούς. Μοιραία συνέπεια της οστικής φλεγμονής είναι η νέκρωση ενός τμήματος του οστού· γύρω από το νεκρωθέν τμήμα, το υγιές οστούν αντιδρά με έντονη ασβεστοποίηση (νεκροθήκη), που περιβάλλει το τμήμα που νεκρώνεται, το οποίο ονομάζεται απόλυμα. Εάν το απόλυμα, που σπάνια απορροφιέται, δεν αφαιρεθεί χειρουργικά, σχηματίζονται συχνά συρίγγια. Συχνές επιπλοκές είναι τα παθολογικά κατάγματα, οι παραμορφώσεις των οστών και, εάν πρόκειται για νεαρό άτομο, ανώμαλη ανάπτυξη του οστού. Η χρόνια ο. μπορεί να είναι αποτέλεσμα πλημμελούς ίασης οξείας μορφής ή να παρουσιαστεί, μ’ αυτήν τη μορφή από την αρχή· η συμπτωματολογία είναι συχνά βωβή, χωρίς πυρετό, συχνοί είναι οι νυκτερινοί πόνοι στα οστά. Από τις χρόνιες μορφές αναφέρουμε το απόστημα του Μπρόουντι.
Η ακτινολογική εικόνα είναι πολύ χαρακτηριστική για τη διάγνωση της νόσου, αλλά γίνεται τυπική μόνο τρεις εβδομάδες μετά την έναρξη της οστεομυελίτιδας. Ακτινολογικά παρατηρούνται αρχικά οστεολυτικές εξεργασίες και αργότερα ανώμαλη οστεοποίηση που μεταβάλλει τη δομή του οστού.
Στο παρελθόν η ο. αντιμετωπιζόταν μόνο χειρουργικά, με τη διάνοιξη της πυώδους συλλογής. Μετά την ανακάλυψη των αντιβιοτικών, η θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου είναι κυρίως συντηρητική· το οστό που προσβλήθηκε ακινητοποιείται και χορηγείται στον ασθενή αντιβιοτικό ή συνδυασμός αντιβιοτικών, με πολλές πιθανότητες επιτυχίας, ιδίως στις οξείες μορφές της νόσου.
* * *ηιατρ. φλεγμονή τών οστών και τού οστικού μυελού, που οφείλεται σε παθογόνο μικροοργανισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteomyelitis < ὀστέον / ὀστοῦν + μυελῖτις (-δα). Η λ., στον λόγιο τ. ὀστεομυελῖτις, μαρτυρείται από το 1881 στον Θ. Αρεταίο].
Dictionary of Greek. 2013.